αποσταλμένος

αποσταλμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποσταλμένος" в других словарях:

  • αποστέλλω — και αποστέλνω στειλα, στάλθηκα, σταλμένος, στέλνω κάτι ή κάποιον μακριά: Αυτός τον απόστειλε εκεί που βρίσκεται και υποφέρει· η μτχ. του παθ. πρκ., αποσταλμένος, ο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό: Ο αποσταλμένος της εφημερίδας έφτασε στον τόπο των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • αποκρισ(ι)άριος — ο θηλ. ισσα και αποκρισάρης, ο και αποκρισάτορας, ο 1. ο μαντατοφόρος: Αν είν κακό το μαντάτο, δε φταίει ο αποκρισάρης. 2. πρεσβευτής, αποσταλμένος πολιτικός ή εκκλησιαστικός σε ξένη παρόμοια αρχή: Ο μητροπολίτης Α ήταν αποκρισιάριος του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιτετραμμένος — η, ο 1. που δεν έχει απαγορευτεί, ο μη απαγορευμένος: Εδώ είναι επιτετραμμένο το κάπνισμα. 2. το αρσ. ως ουσ., επιτετραμμένος διπλωματικός αποσταλμένος σε ξένο κράτος που εκτελεί προσωρινά ή μόνιμα τα καθήκοντα του πρεσβευτή (χωρίς να έχει αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»