αποσταλμένος
Смотреть что такое "αποσταλμένος" в других словарях:
αποστέλλω — και αποστέλνω στειλα, στάλθηκα, σταλμένος, στέλνω κάτι ή κάποιον μακριά: Αυτός τον απόστειλε εκεί που βρίσκεται και υποφέρει· η μτχ. του παθ. πρκ., αποσταλμένος, ο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό: Ο αποσταλμένος της εφημερίδας έφτασε στον τόπο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
αποκρισ(ι)άριος — ο θηλ. ισσα και αποκρισάρης, ο και αποκρισάτορας, ο 1. ο μαντατοφόρος: Αν είν κακό το μαντάτο, δε φταίει ο αποκρισάρης. 2. πρεσβευτής, αποσταλμένος πολιτικός ή εκκλησιαστικός σε ξένη παρόμοια αρχή: Ο μητροπολίτης Α ήταν αποκρισιάριος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιτετραμμένος — η, ο 1. που δεν έχει απαγορευτεί, ο μη απαγορευμένος: Εδώ είναι επιτετραμμένο το κάπνισμα. 2. το αρσ. ως ουσ., επιτετραμμένος διπλωματικός αποσταλμένος σε ξένο κράτος που εκτελεί προσωρινά ή μόνιμα τα καθήκοντα του πρεσβευτή (χωρίς να έχει αυτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)